στοίβασμα

στοίβασμα
το, Ν
βλ. στοίβαγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στοίβαγμα — και στοίβασμα, το, Ν [στοιβάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιβάζω, η σε επάλληλες σειρές τοποθέτηση ή και η άτακτη συσσώρευση πραγμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”